φαρμάκισσα: ἡ, = φαρμακίς, Achmes Ὀνειρ. σε. 253, 7· φαρμᾰκίστρια, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λ. βαμβακεύτριαι.
ἡ, Μμάγισσα, φαρμακίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -ισσα (πρβλ. ποιμένισσα)].