φαρμακογνώστης
Greek Monolingual
ο, Ν
επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακογνωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + γνώστης (< γιγνώσκω)].
ο, Ν
επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακογνωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + γνώστης (< γιγνώσκω)].