φαρμακουργός
English (LSJ)
φαρμακουργόν, = φαρμακοποιός, Lyc.61.
German (Pape)
[Seite 1257] όν, = φαρμακοποιός, Lycophr. 61 u. a. Sp., wie Schol. Opp. Hal. 2, 483.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκουργός: -όν, (*ἔργω) = φαρμακοποιός, αὐτὴ δὲ φαρμακουργὸς Λυκόφρ. 61· φαρμακουργὸς ἐργάτης τε καὶ πωλητὴς φαρμάκων Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss τ. 11, μέρ. β΄ σ. 188, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλιευτ. 2, 483.
Greek Monolingual
-όν, Μ
φαρμακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -ουργός (< έργον)].