φαυλόβιος

English (LSJ)

φαυλόβιον, living disreputably, Sch.Ar.Ra.425.

German (Pape)

[Seite 1259] schlecht lebend, Schol. Ar. Ran. 425.

Greek (Liddell-Scott)

φαυλόβιος: -ον, ὁ διάγων φαῦλον, αἰσχρὸν βίον, «διαβάλλει τὸν Κλεισθένη ὡς φαυλόβιον καὶ... πεπορνευμένον» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 425.

Greek Monolingual

-α, -ο / φαυλόβιος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που διάγει φαύλο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + -βιος (< βίος), πρβλ. μακρόβιος].