φεγγοτόκος

Greek (Liddell-Scott)

φεγγοτόκος: -ον, ὁ παράγων φέγγος ἢ φῶς, οὐρανοὺς τοὺς φεγγοτόκους ἀνοίξας Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 286D.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θυελλοτόκος.