φερέκαρπος

English (LSJ)

φερέκαρπον, yielding fruit, σπέρματα, γαῖα, Plu.2.495c, AP9.778 (Phil.); Βάκχος, Σελήνη, Orph.H.50.10, 9.5, cf. Fr.44.

German (Pape)

[Seite 1261] Frucht tragend, bringend; γῆ Philipp. 85 (IX, 778); αὖλαξ Orph.; σπέρματα Plut. de am. prol. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit litt. qui porte des fruits.
Étymologie: φέρω, καρπός.

Russian (Dvoretsky)

φερέκαρπος: плодоносный (γαῖα Anth.; σπέρματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φερέκαρπος: -ον, ὁ φέρων, παρέχων καρπόν, Πλούτ. 2. 495C, Ἀνθ. Παλ. 9. 778, Ὀρφ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ή παράγει καρπούς («σπέρματα φερέκαρπα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + καρπός (πρβλ. πολύκαρπος, ὠλεσίκαρπος].

Greek Monotonic

φερέκαρπος: -ον, αυτός που παρέχει καρπούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

φερέ-καρπος, ον,
yielding fruit, Anth.