плодоносный
From LSJ
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
Russian > Greek
ἐγκύμων, καρποτελής, πολυθρέμμων, φόριμος, ἐπικάρπιος, καρποφόρος, κάρπιμος, ἔγκαρπος, φερέκαρπος, μηλοφόρος, ὀπωροφόρος, καλλίκαρπος, εὔφορος