φερέπυρος

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πυρός «σίτος» (πρβλ. πολύπυρος)].