φθόσις

English (LSJ)

φθίσις, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) φθίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φθίσις, κατ' επίδραση του συγγενούς τ. φθόη (βλ. και λ. φθίνω)].