φιαληφόρος
English (LSJ)
ἡ, cup-bearer, title of a Locrian priestess, Plb.12.5.9; name of play by Anaxandr.
German (Pape)
[Seite 1273] die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.
Russian (Dvoretsky)
φιᾰληφόρος: ἡ чашеносица (название жрицы у локров) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
φιᾰληφόρος: ἡ, ἡ φέρουσα φιάλην, ὄνομα Λοκρίδος ἱερείας, Πολύβ. 12. 5, 9.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ως ονομασία ιέρειας της Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάλη («ὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῖς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.)
2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος
τίτλος κωμωδίας του Αναξανδρίδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + -φόρος. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].
Translations
cupbearer
Arabic: سَاقٍ, سَاقِيَة, سَاقِي; Belarusian: обер-шэнк; Bengali: সাকী; Bulgarian: виночерпец; Catalan: coper, copera; Czech: šenk, číšník, číšnice; Danish: mundskænk; Dutch: schenker; English: cupbearer, cup-bearer, cup bearer, cupper; Esperanto: pokalisto; Faroese: skeinkjari; Finnish: juomanlaskija; French: échanson; Georgian: მწდე, მერიქიფე; German: Mundschenk, Schenk, Mundschenkin, Schenkin; Greek: οινοχόος; Ancient Greek: ἐπεγχύτης, ἐπικέρνης, οἰνοδόχος, οἰνοχόη, οἰνοχόος, πιγκέρνης, φιαληφόρος, χαλιδοφόρος; Hungarian: pohárnok; Icelandic: byrlari, skutilsveinn; Italian: coppiere, coppiera; Latin: pincerna, pocillator; Lithuanian: pataurininkis; Norwegian Bokmål: munnskjenk; Persian: ساقی; Polish: podczaszy, cześnik; Portuguese: copeiro, copeira; Romanian: paharnic, ceașnic, păhărniceasă; Russian: виночерпий, обер-шенк; Scottish Gaelic: gille-cupa; Serbo-Spanish: copero, copera; Swedish: munskänk, ganymed, skänksven; Turkish: saki; Ukrainian: обер-шенк, виночерпій, виночерпець, чашник, підчаший; Urdu: ساقی