φιλέτο

Greek Monolingual

το, Ν
1. το κρέας της νεφρικής χώρας τών σφαγίων, ψαρονέφρι
2. πρόσθετο λεπτό περίγραμμα ενδύματος ή υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. filetto, υποκορ. του filo «νημα»].