ψαρονέφρι

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το, Ν
η σάρκα τών σφαγίων από τις δύο πλευρές της σπονδυλικής στήλης κοντά στους νεφρούς, αλλ. ψάρι ή φιλέτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (II) «φιλέτο από νεφραμιά» + νεφρό, ενώ, κατ' άλλους, αντί ψαρονεύρι, κατ' επίδραση του νεφρό].