ψαρονέφρι

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source

Greek Monolingual

το, Ν
η σάρκα τών σφαγίων από τις δύο πλευρές της σπονδυλικής στήλης κοντά στους νεφρούς, αλλ. ψάρι ή φιλέτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (II) «φιλέτο από νεφραμιά» + νεφρό, ενώ, κατ' άλλους, αντί ψαρονεύρι, κατ' επίδραση του νεφρό].