φιλαπεχθημοσύνη
English (LSJ)
ἡ, fondness for making enemies, quarrelsomeness, D.54.37; περὶ τοὺς λόγους Aristid.2.297 J.: pl., quarrelsome attempts, Isoc.15.317.
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, Neigung, sich mit Andern zu verfeinden, ihnen weh zu thun, Zanksucht; Isocr. 15, 317; neben πονηρία καὶ ἀναίδεια Dem. 54, 37.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
malveillance, malignité.
Étymologie: φιλαπεχθήμων.
Russian (Dvoretsky)
φιλαπεχθημοσύνη: ἡ враждебность, недоброжелательность, сварливость Isocr., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰπεχθημοσύνη: ἡ, ἡ τάσις τοῦ νὰ θέλῃ τις νὰ γίνηται ἐχθρὸς τῶν ἄλλων, τὸ φίλερι, Ἰσοκρ. 344C, D, Δημ. 1268. 16· ἐν τῷ πληθ., προσπάθειαι ἐριστικαί, προσπάθειαι πρὸς ἀνακίνησιν ἔριδος καὶ ἔχθρας, Ἰσοκρ. 340D.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ φιλαπεχθήμων, -ονος]
το να επιδιώκει κανείς να γίνεται εχθρός τών άλλων («τοιαύτης φιλαπεχθημοσύνης καὶ πονηρίας καὶ ἀναιδείας», Δημοσθ.)
αρχ.
στον πληθ. αἱ φιλαπεχθημοσύναι
ενέργειες, πράξεις που υποκινούν έχθρα.
Greek Monotonic
φῐλᾰπεχθημοσύνη: ἡ, αγάπη για την απόκτηση εχθρών, εριστική διάθεση, σε Ισοκρ., Δημ.
Middle Liddell
φῐλᾰπεχθημοσύνη, ἡ,
fondness for making enemies, quarrelsomeness, Isocr., Dem. [from φῐλᾰπεχθήμων]