φιλικότητα

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του φιλικού, φιλική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλικός. Η λ., στον λόγιο τ. φιλικότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].