φιλογαθής

English (LSJ)

φιλογαθές, Dor. for φιλογηθής (joy-loving, loving mirth, mirthful) (q.v.).

Greek Monolingual

και σπάν. τ. φιλογηθής, -ές, Α
αυτός που του αρέσει η ευθυμία, η φαιδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαθής / -γηθής (< γῆθος < γήθω «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτογαθής].

German (Pape)

[Seite 1278] ές, dor. statt φιλογηθής (die Freude liebend, die Fröhlichkeit liebend), Aesch. Spt. 901.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dor. c. φιλογηθής.

Russian (Dvoretsky)

φιλογᾱθής: дор. = φιλογηθής.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογᾱθής: -ές, Δωρικ. ἀντὶ φιλογηθής, γόος δαϊόφρων, οὐ φιλογαθὴς Αἰσχύλ. Θήβ. 918.

Greek Monotonic

φῐλογᾱθής: -ές, Δωρ. αντί φιλο-γηθής.

Middle Liddell

φῐλο-γᾱθής, ές [doric for φιλογηθής.]