φιλοτίμως
French (Bailly abrégé)
adv.
avec le désir de se distinguer, avec émulation, avec zèle ; πρός τινα à l'envi de qqn ; πρός τι avec zèle pour qch;
Cp. φιλοτιμοτέρως ou φιλοτιμότερον, Sp. φιλοτιμότατα.
Étymologie: φιλότιμος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοτίμως: (τῑ) честолюбиво, ревниво, с рвением (οἱ φ. πολιτευόμενοι Lys.): φ. ἔχειν πρός τι Xen. ревностно стремиться к чему-л.; φ. ἔχειν πρός τινα Plat. соперничать с кем-л.
Greek Monolingual
ΝΑ, και φιλότιμα Ν
βλ. φιλότιμος.
Translations
generously
Catalan: generosament; Greek: γενναιόδωρα, πλουσιοπάροχα, αφειδώς, άφθονα; Ancient Greek: ἀβαναύσως, ἀφειδείως, ἀφειδέως, ἀφειδῶς, ἀφθόνως, δαψιλέως, δαψιλῶς, δοτικῶς, εὐμεταδότως, μεγαλοδώρως, φιλοδώρως, φιλοτίμως; Esperanto: malavare, grandanime; Finnish: anteliaasti; Galician: xenerosamente; Latin: large; Norman: génétheusement; Polish: hojnie; Portuguese: generosamente; Spanish: generosamente