φιλοτιμούμαι

Greek Monolingual

φιλοτιμοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, -έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, -άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν φιλότιμος
νεοελλ.
1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου
2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι («φιλοτιμήθηκε να μάς βοηθήσει»)
β) (γενικά) δείχνω φιλοτιμία
μσν.
ενεργ. τιμώ, δοξάζω
μσν.-αρχ.
παρέχω με γενναιοδωρία
αρχ.
1. είμαι φιλόδοξος, επιζητώ την δόξα, τις τιμές·2. είμαι ζηλότυπος, εριστικός
3. αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι («οὐ πρὸς ὑμᾱς φιλοτιμησόμενος ἐξέπλευσε», Λυσ.)
4. (με απρμφ.) αγωνίζομαι με ζήλο να κάνω κάτι
5. (με δοτ. του μέσου) πείθω κάποιον («χρήμασιν αὐτοὺς φιλοτιμησάμενοι», Προκ.)
6. επινοώ, μηχανεύομαι («φιλοτιμουμένου τοῦ σατανᾱ», Ευσ.)
7. (κατά το λεξ. Σούδα) «φιλοτιμεῖται, ἐπιδαψιλεύεται, μεγαλοφρονεῖ, σπουδάζει, ἀγαπᾱ»
8. (κατά τον Φώτ.) «λαμπρύνομαι»
9. φρ. α) «φιλοτιμοῦμαι ἐπί τινι [ή ὑπέρ τινος ή περί τινος ἡ περί τι ή ἔv τινι]» — είμαι περήφανος για κάτι (Πλάτ.-Πλούτ.-Διόδ.)
β) «φιλοτιμοῦμαι πρὸς τὴν πόλιν» — συμβάλλω με ζήλο για το μεγαλείο της πόλης (Λυκούργ.).