φιλόπολις
English (LSJ)
ὁ, ἡ, poet. φιλόπτολις E.Rh.158: acc.
A φιλόπολιν Pi.O. 4.18, Pl.Ap.24b, Isoc.2.15, X.Hier.5.3, etc.; pl. φιλοπόλεις A.Th. 176(lyr.); also pl. φιλοπόλιδες, φιλοπόλιδας, Pl.R. 470d, 503a.
I loving the city, δαίμονες A. l. c.
II loving one's city, patriotic, δαίμων Ar.Pl.726 (where there is a play on the first sense), cf. 900, Th.2.60, 6.92, Pl.ll.cc., etc.; φ. Ἡσυχία Pi. l.c.; φ. ἀρετή patriotism, Ar.Lys. 547 (lyr.); so τὸ φιλόπολι Th.6.92.
German (Pape)
[Seite 1283] die Stadt, den Staat liebend; Ἁσυχία Pind. Ol. 4, 18; δαίμονες Aesch. Spt. 159; ἀρετά Ar. Lys. 547; Plut. 726; u. in Prosa: Thuc. 2, 60. 6, 92; στρατηγὸν φιλόπολιν Plat. Legg. III, 694 c, wie Apol. 24 b; οὐδέτεροι φιλοπόλιδες Rep. V, 470 d, vgl. VI, 502 e; ἀνήρ Din. 1, 31; Dem. 24, 127; Lpt. 82 im nom.; acc. φιλόπολιν Isocr. 2, 15.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιδος
1 qui aime la cité;
2 qui aime sa cité ou son pays ; τὸ φιλόπολι la patriotisme.
Étymologie: φίλος, πόλις.
Russian (Dvoretsky)
φιλόπολις: εως и ιδος adj.
1 любящий свой город, преданный родине, патриотический Thuc., Plat., Plut.: φ. ἀρετή Arph. патриотизм;
2 любящий, т. е. заботливо охраняющий город (Ἁσυχία Pind.; δαίμονες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόπολις: ὁ, ἡ, ποιητ. φιλόπτολις Εὐρ, Ρῆσ. 158· αἰτ. φιλόπολιν Πινδ. Ο. 4. 26, Πλάτ. Ἀπολ. 24Β, Ἰσοκρ. 17Ε, Ξεν., κλπ.· πληθ. φιλοπόλεις Αἰσχύλ. Θήβ. 176· ἀλλὰ καὶ γεν. φιλοπόλιδος Πλάτ. Πολ. 470D· πληθ. πόλιδες, πόλιδας αὐτόθι 470D, 502Ε· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 607: Ι ὁ ἀγαπῶν τὴν πόλιν, θεοὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ πόλιν, δηλ. τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα, τὴν ἰδιαιτέραν του πατρίδα, φιλόπατρις. Ἀριστοφ. Πλ. 726 (ἔνθα ὑπάρχει παιδιὰ ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας), 900, Θουκ. 2. 60., 6. 92, Πλάτ., κλπ.· φ. Ἀσυχία Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. ἀρετή, ἡ φιλοπατρία, Ἀριστοφ. Λυσ. 547· τὸ φιλόπολι, ἡ φιλοπατρία, Θουκ. 6, 92. ― Ἐν Ἀθήναις, φιλόπατρις μὲν ἐλέγετο ὁ Ἕλλην, καθόλου, ὁ τὴν κοινὴν πατρίδα ἀγαπῶν, φιλόπολις ὁ φίλος τῆς ἑαυτοῦ πόλεως Ἀθηναῖος, Stallb. εἰς Πλάτ.
English (Slater)
φῐλόπολις f. adj., loving cities πρὸς Ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον (sc. Ψαῦμιν) (O. 4.16)
Greek Monolingual
-ι, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλόπτολις Α
(λόγιος τ.) αυτός που αγαπά την πόλη στην οποία γεννήθηκε, την ιδιαίτερη πατρίδα του
αρχ.
1. (γενικά) αυτός που αγαπά την πόλη, που του αρέσει η πόλη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπολι
η αγάπη προς την πόλη, προς την πατρίδα
3. φρ. «φιλόπολις ἀρετή» — η αρετή της φιλοπατρίας (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πόλις / πτόλις (πρβλ. βραχύ-πολις / βραχύ-πτολις)].
Greek Monotonic
φῐλόπολις: ὁ, ἡ, ποιητ. φιλό-πτολις· αιτ. -πολιν· πληθ. -πόλεις, αλλά επίσης γεν. -πόλιδος, πληθ. πόλιδες, πόλιδας·
I. αυτός που αγαπάει την πόλη, σε Αισχύλ.
II. αυτός που αγαπάει τη δική του πόλη, πατριώτης, σε Αριστοφ., Θουκ.· τὸ φιλόπολι, πατριωτισμός, σε Θουκ.
Middle Liddell
I. loving the city, Aesch.
II. loving one's city, patriotic, Ar., Thuc.; τὸ φιλόπολι patriotism, Thuc.
Lexicon Thucydideum
patriae amans, loving one's country, 2.60.5, 6.92.2, 6.92.4,
patriae amor, love of country, 6.92.4.