φιρμάνι

Greek Monolingual

και φερμάνι, το, Ν
1. (στους μουσουλμάνους) διάταγμα του σουλτάνου
2. συνεκδ. η άδεια που παρέχεται με το παραπάνω διάταγμα
3. φρ. «βγάζω φιρμάνι» — εκδίδω αυθαίρετη απόφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ferman].