εκδίδω
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
Greek Monolingual
(AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω)
1. συλλαμβάνω εγκληματία και τον παραδίδω στις αρχές του κράτους του για να δικαστεί εκεί
2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα
3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά αντίγραφα («εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή»)
4. (για χρηματικές αξίες, χαρτονομίσματα ή πράγματα που αντιπροσωπεύουν αξίες) εκτυπώνω σε πολλά αριθμημένα αντίτυπα και θέτω σε κυκλοφορία («εκδόθηκαν νέα κέρματα ή ομολογίες»)
5. συντάσσω και παραδίδω επίσημο ή άλλο έγκυρο έγγραφο («εκδίδω διαβατήριο, πιστοποιητικό»)
6. (για απόφαση, διαταγή κ.λπ.) συντάσσω, διατυπώνω κάτι και το ανακοινώνω ή το δημοσιεύω («εκδίδω ένταλμα συλλήψεως»)
νεοελλ.
1. (για γυναίκα) α) εκδίδω
αναγκάζω με βία ή παραπλάνηση γυναίκα να ασκεί πορνεία
β) εκδίδεται
δέχεται πελάτες επ' αμοιβή», είναι πόρνη
2. (για έντυπα) παραδίνω κάτι σε κάποιον και εισπράττω το αντίτιμο («εκδίδω εισιτήρια»)
μσν.
1. παραχωρώ
2. χαρίζω
3. αποφασίζω
4. κοινολογώ
5. (για γυναίκα) ενδίδω στις ερωτικές διαθέσεις κάποιου
6. ορμώ σε κάποιον, ρίχνομαι
7. δίνω αφορμή
8. επανορθώνω
αρχ.-μσν.
επιδίδομαι σε κάτι
αρχ.
1. εγκαταλείπω, προδίδω
2. δίνω την κόρη μου σε γάμο, δίνω γυναίκα
3. δίνω τον γιο μου για υιοθεσία
4. νοικιάζω, δίνω με μισθό
5. εμπιστεύομαι κάποιον στη φροντίδα άλλου
6. φέρνω έξω («ἀλλ' ἐκδότω τις... δᾷδας», Αριστοφ.)
7. δανείζω χρήματα με υποθήκη
8. γεν. πληρώνω
9. (για γυναίκα) γεννώ
10. (για χώρα) παράγω
11. (για ποταμό) χύνομαι, εκβάλλω
12. προδίδω
13. μεταφράζω, ερμηνεύω
14. βρίσκω διέξοδο
15. αναδύομαι
16. στέλνω τον γιο μου να μαθητεύσει κάπου
17. (για στοιχεία) συνδέω, συνδυάζω
18. (για μωρό) παραδίδω σε τροφό.
Translations
(make one a) prostitute
Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: prostituieren; Greek: βγάζω στην πιάτσα, βγάζω στο κλαρί, βγάζω στο κουρμπέτι, βγάζω στο πεζοδρόμιο, εκδίδω, εκπορνεύω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω, πορνεύω, προαγωγεύω; Latin: prostituo; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: prostituir; Romanian: prostitua; Spanish: prostituir; Swahili: ukahaba