φλέβιον

English (LSJ)

τό, Dim. of φλέψ,
A any one of the smaller vessels, Hp.VC 1, Pl.Ti.65c,84e, Arist.HA514a19,b27; φλεβίου ῥῆξις Hp.Aph.4.78.
II of veins in the earth, Str.8.6.21.

German (Pape)

[Seite 1290] τό, dim. von φλέψ, Plat. Tim. 65 c.

Russian (Dvoretsky)

φλέβιον: τό жилка Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φλέβιον: τό, ὑποκορ. τοῦ φλέψ, πᾶσα μικρὰ φλέψ, Πλάτ. Τίμ. 65C, 84Ε, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστορ. 3. 3, 17 καὶ 21, κ. ἀλλ.· φλεβίου ῥῆξις Ἱππ. Ἀφορ. 1252 ― περὶ τῶν ἐν τῇ γῇ φλεβῶν, Στράβ. 379.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. φλεβί.