φλεβοσυλία
Greek (Liddell-Scott)
φλεβοσυλία: ἡ, βλάβη τῶν φλεβῶν, Ἀθαν. τ. 2, 1. 409C.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλάβη τών φλεβών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -συλία (< -συλος < συλῶ), πρβλ. νεκροσυλία].
φλεβοσυλία: ἡ, βλάβη τῶν φλεβῶν, Ἀθαν. τ. 2, 1. 409C.
ἡ, Α
βλάβη τών φλεβών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -συλία (< -συλος < συλῶ), πρβλ. νεκροσυλία].