φληνάφημα

English (LSJ)

-ατος, τό, = φλήναφος, E.Ep.5.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1291] τό, Geschwätz; Schol. Ar. Thesm. 468; Eur. Ep. 5.

Russian (Dvoretsky)

φληνάφημα: ατος τό Eur. = φλήναφος.

Greek (Liddell-Scott)

φληνάφημα: τό, = φλήναφος, Εὐρ. Ἐπιστ. 5, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, σ. 4Ε.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φληναφώ
φλυαρία, μωρολογία, σαχλαμάρα.