Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαχλαμάρα

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn

Menander, Monostichoi, 155

Greek Monolingual

η, Ν
σαχλός, ανούσιος, άνοστος λόγος ή σαχλή πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαχλός + κατάλ. -(α)μάρα (πρβλ. κουτός: κουταμάρα].