φληναφία
English (LSJ)
ἡ, chattering, babbling, nonsense, Phld.Po.Herc.994.38, Suid.
German (Pape)
[Seite 1291] ἡ, das Schwatzen, das Geschwätz, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φληνᾰφία: ἡ, φλυαρία, μωρολογία, Οἰκουμέν. εἰς Ἀποκάλ. σ. 313, 32, Cramer, Σουΐδ. ἐν λ. φλήναφος.