κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
P. and V. λάλος, P. πολύλογος, V. στόμαργος, πολύγλωσσος, ἀθυρόγλωσσος, Ar. λαλητικός.
V. γλωσσαλγία, ἡ, Ar. and P. λαλιά, ἡ.