φλογισμός

English (LSJ)

ὁ,
A Glossaria on φλογμός, Id.
II a musical term of dub. import, Jo.Sic. in Rh.6.293W.

German (Pape)

[Seite 1292] ὁ, das Rösten, Braten; auch = φλογμός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φλογισμός: ὁ, = φλογμός, Ἡσύχ. ἐν λέξει φλογμός. ΙΙ. μουσικός τις ὅρος ἀμφιβόλου ἐννοίας, Ρήτορες (Walz) τ. 6. σελ. 293.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ φλογίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια του φλογίζω ανάφλεξη
2. ερεθισμός που συνοδεύεται από ερύθημα, φλόγωση
αρχ.
1. φλογμός
2. μουσικός όρος.