ερεθισμός
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
Greek Monolingual
ο (Α ἐρεθισμός) ερεθίζω
1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση
2. προτροπή, παρακίνηση
3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση της ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου του σώματος, η φλόγωση
νεοελλ.
(ψυχολ.) κάθε εξωτερικό αίτιο το οποίο επενεργεί στα αισθητήρια όργανα και προκαλεί κάποιο αίσθημα στην ψυχή, όπως π.χ. οι παλμικές κινήσεις του αιθέρα που ερεθίζουν τον οφθαλμό και προκαλούν το αίσθημα του φωτός
2. ιατρ. νοσηρή αύξηση της ζωτικότητας ενός οργάνου
αρχ.
1. ενόχληση, πρόκληση
2. ατίθαση, στασιαστική διάθεση, ανταρσία («ἐγὼ ἐπίσταμαι τὸν ἐρεθισμόν σου καὶ τὸν τράχηλόν σου τὸν σκληρόν», ΠΔ)
3. ἐρεθισμοί
διεγερτικά φάρμακα τών διαφόρων λειτουργιών του σώματος («ἐρεθισμοὶ πρὸς ἀφροδίσια», Πορφ.)
4. η διεστραμμένη φύση, η φαυλότητα.