φοβητός
English (LSJ)
φοβητή, φοβητόν, to be feared, τινι S.Ph. 1154 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1294] adj. verb. zu φοβέω, auch = furchtbar, Soph. Phil. 1139.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
φοβητός: [adj. verb. к φοβέω внушающий страх (τινι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
φοβητός: -ή, -όν, ὃν φοβεῖταί τις, ἐπίφοβος, χῶρος... οὐκέτι φοβητὸς ἡμῖν Σοφ. Φιλ. 1154.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
φοβητός: -ή, -όν (φοβέομαι), αυτός που είναι φοβερός, τινι, σε Σοφ.
Middle Liddell
φοβητός, ή, όν [φοβέομαι]
to be feared, τινι Soph.