κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(I)
-έω, Α
βλ. φοβούμαι.
(II)
-έω, Α φόβη
(μόνον στο απρμφ. μέσ. παρακμ.) τρέφω κόμη, μαλλιά («πεφοβῆσθαι
κεκομῆσθαι, κομᾱν», Ησύχ.).