ἐπίφοβος
English (LSJ)
ἐπίφοβον
A frightful, frightening, terrible, A.Ag.1152 (lyr.); alarming, γειτνίασις Plu.Pyrrh.7; τινιJ.AJ12.7.5. Adv. ἐπιφόβως = frighteningly, fearfully, τινι App.Syr.35.
II Pass., in fear, timid, Gal.19.707. Adv. ἐπιφόβως, διάγειν Vett.Val.42.9.
2 risky, θεραπεία Steph.in Hp.1.211 D.
German (Pape)
[Seite 1000] fürchterlich, schrecklich, in Furcht setzend, Aesch. Ag. 1123; oft bei App. πόλεμος u. ä.; γειτνίασις ἐπ. καὶ ἄπιστος Plut. Pyrrh. 7. – Pass. der Furcht ausgesetzt, Sp. – Adv. ἐπιφόβως, furchtsam u. schrecklich, App.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
effrayant.
Étymologie: ἐπί, φέβομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίφοβος:
1 внушающий страх, страшный Aesch.;
2 вселяющий тревогу, вызывающий опасение (γειτνίασις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφοβος: -ον, φοβερός, τρομερός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1152· φόβου πρόξενος, Πλουτ. Πύρρ. 7. ΙΙ. Παθ., ὁ ἠρέμα φοβούμενος, δειλός, Γαλην. τ. 19, σ. 707, 3: ― Ἐπίρρ. ἐπιφόβως Ἀππ. Σύρ. 19.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίφοβος, -ον)
1. αυτός που προκαλεί φόβο, τρομερός («τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾱ», Αισχύλ.)
2. απειλητικός, επικίνδυνος («σαν κανέναν επίφοβο ληστή τον είχανε στη μέση», Βλαχογ.)
νεοελλ.
(για οικοδόμημα κ.λπ.) ετοιμόρροπος («επίφοβο κτήριο»
αρχ.
δειλός («κατηφεῖς, ἐπίλυποι καὶ ἐπίφοβοι γενόμενοι», Γαλ.).
επίρρ...
επίφοβα (Α ἐπιφόβως)
επικίνδυνα, απειλητικά, φοβερά
αρχ.
με φόβο, φοβισμένα.
Greek Monotonic
ἐπίφοβος: -ον, τρομακτικός, φρικτός, φοβερός, τρομερός, σε Αισχύλ.