φοινικιάς

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. ἄνεμος) ο ευρόνοτος, νοτιοανατολικός άνεμος που πνέει από την περιοχή της Φοινίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος + κατάλ. -ίας].