φορτωτήρας
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ναυτ. μηχάνημα στερεωμένο στο κατάστρωμα ή στα κατάρτια του πλοίου, με το οποίο φορτοεκφορτώνονται εμπορεύματα, βαρούλκο ή γερανός, κν. βίντσι ή μπίγα
2. ξύλο, διχαλωτό στην άκρη, που βοηθάει στη φόρτωση ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω + κατάλ. -τήρας. Η λ., στον λόγιο τ. φορτωτήρ, μαρτυρείται από το 1850 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].