βίντσι

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

και βίτζι, το
βαρούλκο σε πλοίο ή αποβάθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) winch].