η / φράσις, -εως, ΝΜΑ φράζω (Ι)]1. βασική μονάδα του λόγου, σύνολο λέξεων με πλήρες νόημα2. ο τρόπος, το ύφος της γλωσσικής έκφρασηςαρχ.1. δύναμη έκφρασης, εκφραστικότητα2. εκφώνηση, απαγγελία3. πρόφαση.