φράση

Greek Monolingual

η / φράσις, -εως, ΝΜΑ φράζω (Ι)]
1. βασική μονάδα του λόγου, σύνολο λέξεων με πλήρες νόημα
2. ο τρόπος, το ύφος της γλωσσικής έκφρασης
αρχ.
1. δύναμη έκφρασης, εκφραστικότητα
2. εκφώνηση, απαγγελία
3. πρόφαση.