Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φραγκοστάφυλο
Greek Monolingual
το, Ν στον πληθ.τα φραγκοστάφυλα κοινήονομασία τών ειδών του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτώνρίβος, που ανήκει στην οικογένεια γκρουσουλαριίδες, αλλ. λαγοκερασιές. [ΕΤΥΜΟΛ.<φραγκο- (βλ. λ.Φράγκος) +σταφύλι].