Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φρενογράφος
Greek Monolingual
ο, Ν (παλ. όρος) όργανο για την γραφική παράσταση τών κινήσεων του διαφράγματος κατά την αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ.<φρήν, φρενός+ -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδαΑκρόπολις].