φρενοκολικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
ανατ. 1.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα και στο κόλον συγχρόνως
2. φρ. «φρενοκολικός σύνδεσμος»
ιατρ. περιτοναϊκή πτυχή που συνδέει την αριστερή καμπή του κόλπου με το διάφραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός- + κόλο(ν)].