κόλο
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
το (AM κόλον και σπαν. κῶλον)
το τμήμα του παχέος εντέρου από το τυφλό μέχρι την αρχή του απευθυσμένου
αρχ.
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη, συνδέεται με τη λ. κυλλός «καμπύλος, κυρτός». Ο τ. κῶλον είναι μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' επίδραση της λ. κῶλον, με σημ. «μέλος», και του λατ. τ. culus «πρωκτός». Τη λ. κόλον δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές colum και colon και από εκεί η λ. κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος].
συν. στον πληθ. τα κόλα
κιβώτια εμπορευμάτων ή αποσκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. collo].