φρενοπλήξ

English (LSJ)

φρενοπλῆγος, ὁ, ἡ, = φρενόπληκτος (stricken in mind, frenzied, frenzy-stricken), AP 9.141.

German (Pape)

[Seite 1304] ῆγος, ὁ, ἡ, = φρενόπληκτος, Ep. ad. 411 (IX, 141).

Russian (Dvoretsky)

φρενοπλήξ: φρενοπλῆγος adj. Anth. = φρενόπληκτος.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοπλήξ: φρενοπλῆγος, ὁ, ἡ, = φρενόπληκτος, Ἀνθ. Π. 9. 141.

Greek Monolingual

φρενοπλῆγος, ὁ, ἡ, Α
φρενόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματοπλήξ, οἰστροπλήξ].

Greek Monotonic

φρενοπλήξ: φρενοπλῆγος, ὁ, ἡ, = φρενόπληκτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

φρενο-πλήξ, φρενοπλῆγος, = φρενόπληκτος, Anth.]