-άω, Νκαθαρίζω με την φροκαλιά, σκουπίζω, σαρώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φιλοκαλῶ «αγαπώ το ωραίο, διακοσμώ», μέσω ενός τ. φλοκαλῶ (με συγκοπή του -ι-), από όπου φροκαλώ με ανομοίωση του -λ- σε -ρ-].