φρυαγμός

English (LSJ)

ὁ, = φρύαγμα, D.S.19.31; v.l. for φριμαγμός, D.H.Comp.16(pl.).

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ, = φρύαγμα, ἵππων, D. Sic. 19, 31; von Böcken, Dion. Hal. C. V. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. φρύαγμα.

Russian (Dvoretsky)

φρυαγμός: ὁ Diod. = φρύαγμα 1.

Greek (Liddell-Scott)

φρυαγμός: ὁ, = φρύαγμα, Διόδ. 19. 31· ἐπὶ τράγων, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 16.

Greek Monolingual

ὁ, Α φρυάσσομαι, -ω]
φρύαγμα.