φρυάσσομαι

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρυάσσομαι Medium diacritics: φρυάσσομαι Low diacritics: φρυάσσομαι Capitals: ΦΡΥΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: phryássomai Transliteration B: phryassomai Transliteration C: fryassomai Beta Code: frua/ssomai

English (LSJ)

Att. φρυάττομαι, prop. of spirited, high-fed horses,
A neigh, whinny and prance, Call. Lav.Pall.2, AP5.201 (Asclep. or Posidipp.), cf. Thom. Mag.p.381R.; φ. πρὸς τοὺς ἀγῶνας neigh eagerly for the race, Plu.Lyc.22; also of a cock, Ael.NA7.7, cf. infr. ΙΙ.
2 metaph. of men, to be wanton, be haughty, be insolent, Ph.1.151,297, al., Alciphr.3.27; μὴ γαῦρα φρυάσσου AP12.33 (Mel.), cf. Gal.10.180: also c. acc., Ἔρωτες σκῦλα φρυασσόμενοι APl.4.215 (Phil.); φ. ἐπί τινι to be proud of a thing, D.S.4.74; ἔν τισι AP4.3.27 (Agath.).
3 trans., = καταπλήττω, Men. 1081.
II Act. φρυάσσω LXX Ps.2.1 (quoted in Act.Ap.4.25); of birds, Cyran.81, cf. Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1310] att. φρυάττομαι, schnauben u. brausen, mit den Füßen stampfen u. springen, übh. sich wild, ungeduldig gebehrden, am ganzen Leibe vor Ungeduld zittern, von Tieren, bes. wilden Pferden, die sich vor Kraft und Muth nicht zu lassen wissen, Apollnds. 22 (IX, 280); auch von Böcken, Hähnen, πτερυσσόμενοι καὶ φρυαττόμενοι Ael. H. A. 7, 7, und von andern Tieren, vgl. φριμάσσομαι. – Übertr. von Menschen, übermütig, ausgelassen, unbändig, bes. hoffärthig, stolz sein, sich brüsten, ἐπί τινι, auf Etwas stolz sein, D. Sic. 4, 74; μὴ γαῦρα φρυάσσου Mel. 22 (XII, 33); φρυασσόμενοι ἔρωτες Philp. 57 (Plan. 215); – πρός τι, ungeduldig entgegengehen, Plut. Lyc. 22. – Das act. φρυάσσω haben nur die LXX.

French (Bailly abrégé)

d'ord. φρυάσσομαι;
I. frémir ou gronder ; particul. :
1 hennir : πρός τι pour s'élancer vers qch, par désir ou impatience de qch;
2 crier en parl. du coq;
II. p. anal. en parl. de l'homme avoir une attitude ou un ton d'arrogance, s'enorgueillir.
Étymologie: cf. βρύω -- DELG pas d'explication satisfaisante.

Greek Monolingual

και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν
(μσν.-αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω
νεοελλ.
(για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του»)
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι, κομπάζω («μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν
οὕτω Μένανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. και το επίσης αβέβαιης ετυμολ. φριμάσσομαι). Έχει προταθεί η αναγωγή του ρ. στη μηδενισμένη βαθμίδα bhru- της ρίζας bhr-ēw- (βλ. λ. φρέαρ) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. φρυάσσομαι αποτελεί μεταπλασμένο τ. του φριμάσσομαι, κατ' επίδραση της λ. ῥύαξ.

Russian (Dvoretsky)

φρυάσσω: атт. φρυάττω
1 роптать, волноваться, быть в смятении (ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);
2 med. фыркать, храпеть (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);
3 med. быть надменным, кичиться (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φρυάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι· μέλλ. -ξομαι. Ἀποθ. Κυρίως ἐπὶ θυμοειδῶν καὶ σφριγώντων ἵππων, φυσῶ διὰ τῶν μυκτήρων ἠχηρῶς, χρεμετίζω καὶ ἀνορθοῦμαι, Καλλ. Λουτρὸν Παλλάδ. 2, Ἀνθολ. Παλατ. 5. 202· πρβλ. Θωμᾶν Μάγιστρον 901, φρ. πρὸς τοὺς ἀγῶνας, χρεμετίζω ἢ δεικνύω σημεῖα ἀνυπομονησίας ὅπως ἀγωνισθῶ, Πλουτ. Λυκ. 22· ― ὡσαύτως καὶ ἐπὶ ἄλλων ζῴων, ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος ἐν Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 7, πρβλ. φριμάσσομαι. 2) μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι ὑβριστὴς ἢ γαῦρος, εἶμαι ἀνυπότακτος, ὑπερήφανος, ἀλαζών, Ἀλκίφρων 3. 27, Φίλων 1. 151, 297, κ. ἀλλ.· μὴ γαῦρα φρυάσσου Ἀνθ. Παλατ., 12. 33· ἔρωτες φρυασσόμενοι Ἀνθολ. Πλαν. 215· ― φρ. ἐπί τινι, εἶμαι ὑπερήφανος διά τι πρᾶγμα, Διόδ. 4. 74, ἔνθα ἴδε Wessel, καὶ προβλ. Welstein εἰς Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 25· ἔν τινι Ἀνθ. Π. 4. 3, 27· κατά τινος κ. Μανασσ. Χρον. 451. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. φρυάσσω ἀπαντᾷ μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθήκῃ (Ψαλμ. Β΄, 1, Πράξ. Ἀποστ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλπ., πρβλ. Χριστ. Πάσχ. 2409) ὡς οὐδ. ῥῆμα ἐπὶ παθ. σημασ., πρβλ. Ἡσύχ., ἐν ᾧ τὸ φρυάττομαι μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Σουΐδ. ἐκ τοῦ Μενάνδρου ὡς = τῷ καταπλήττω.

Greek Monotonic

φρυάσσομαι: Αττ. -ττομαι, μέλ. -ξομαι· αποθ.
1. λέγεται για ζωηρά άλογα, χλιμιντρίζω και ανασηκώνομαι, σε Ανθ.· φρυάσσομαι πρὸς τοὺς ἀγῶνας, χλιμιντρίζω ανυπόμονα για τον αγώνα, σε Πλούτ.
2. μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, είμαι ακόλαστος, ανυπότακτος, χωρίς φραγμό, αδίστακτος, σε Ανθ.· ομοίως, σε Ενεργ. αόρ. αʹ ἐφρύαξα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

φρυάσσομαι,
1. Dep.:—of spirited horses, to neigh and prance, Anth.; φρ. πρὸς τοὺς ἀγῶνας to neigh eagerly for the race, Plut.
2. metaph. of men, to be wanton, unruly, Anth.:—so in aor1 act. ἐφρύαξα, NTest.

Frisk Etymology German

φρυάσσομαι: {phruássomai}
Forms: (-άσσω LXX), att. -άττομαι (κατα-)
Grammar: v.
Meaning: vor Lebenslust wiehern, schnauben, sich ungeduldig gebärden, von Pferden, übermütig sein, von Menschen (hell. u. sp.).
Derivative: Davon φρύαγμα n. das Wiehern, das Schnauben (A., S., X.), auch von einem Eber (Opp.), übermütiges Benehmen (sp. Prosa) mit -αγματίας übermütig (Plu.), ἵππος ~ als Erkl. von πεδαοριστής H.; -αγμός ib. (D.S.), φρυαγμοσέμνακοι (τρόποι) von Bdelykleon (A. V. 135), -άκτης ἵππος (D. L.).
Etymology: Expressive Bildung wie das synonyme φριμάσσομαι (s.d.); wahrscheinlich haben alte Kreuzungen stattgefunden. Güntert Reimwortbild. 160 will darin eine Umbildung von φριμάσσομαι nach ῥύαξ (statt *ῥυάσσομαι) sehen. Zu den weiteren unscharfen Kombinationen mit φρέαρ, lat. ferveō u.a.m. (Persson Beitr. 1, 179; 2, 785 u. 964) s. WP. 2, 167 und Pok. 143 f.
Page 2,1045

Mantoulidis Etymological

καί ἀττ. φρυάττομαι (=χρεμετίζω, εἶμαι ἀνυπότακτος). Ἴσως συγγενικό μέ τό φριμάσσομαι (=σκιρτῶ, φυσῶ μέ τά ρουθούνια). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φρύαγμα, φρυαγμός, φρυακτής.