(I)ο, Νφτάρμισμα, βασκανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός, με σίγηση του αρκτικού ο-, τροπή του συμπλέγματος –φθ σε -φτ- (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ- (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός), βλ. και λ. φταρμίζω].(II)ο, Νβλ. πταρμός.