φταρμός

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
φτάρμισμα, βασκανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός, με σίγηση του αρκτικού ο-, τροπή του συμπλέγματος –φθ σε -φτ- (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ- (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός), βλ. και λ. φταρμίζω].
(II)
ο, Ν
βλ. πταρμός.