φταρμίζω

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

Ν
βασκαίνω, ματιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίζω (< οφθαλμός) με σίγηση του αρκτικού ο-, τροπή του συμπλέγματος -φθ- σε -φτ- (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοίωση του -λ- σε -ρ- (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός)].