φυλλοκάρδια
Greek (Liddell-Scott)
φυλλοκάρδια: τά, ὡς καὶ νῦν, φύλλα (πτυχαὶ) τῆς καρδίας, Φλωρ. κ. Πλ. Φλ. 1153, ἔκδ. Μαυρ.
Greek Monolingual
τα, ΝΜ
τα βάθη της καρδιάς, η έδρα τών πιο βαθιών συναισθημάτων
νεοελλ.
φρ. «τρέμουν τα φυλλοκάρδια μου» — είμαι συγκλονισμένος, έχω βαθύτατη ανησυχία, φοβάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + καρδιά με αντίστροφη τη θέση τών συνθετικών].