φυλλοκτόνος

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τα φύλλα, που κάνει τα φύλλα να μαραθούν («φυλλοκτόνος, οὐ φυτοκτόνος χειμών», Βαλσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μηλο-κτόνος, ταυρο-κτόνος.