φυλλοσκεπής

Greek Monolingual

-ές, Ν
καλυμμένος με πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + -σκεπής (< σκέπω), πρβλ. νεφοσκεπής, υαλοσκεπής].