νεφοσκεπής
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Greek Monolingual
-ές
(για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλυμμένος με σύννεφα, νεφελοσκεπής, συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -σκεπής (< σκέπω), πρβλ. ουρανο-σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στ. Ξένο].