νεφοσκεπής

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

-ές
(για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλυμμένος με σύννεφα, νεφελοσκεπής, συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -σκεπής (< σκέπω), πρβλ. ουρανο-σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στ. Ξένο].