φυλοκαθορισμός
Greek Monolingual
ο, Ν
βιολ. το σύνολο τών παραγόντων από τους οποίους καθορίζεται το φύλο ενός οργανισμού, δηλαδή τών παραγόντων που προσανατολίζουν την ανάπτυξη του εμβρύου έτσι ώστε αυτό να γίνει θηλυκό ή αρσενικό άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο + καθορισμός. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sex determination].